- σκώπτης
- ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑαυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ- τού σκώπτω* + κατάλ. -της / -τρια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκώπτης — scoffer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώπτῃς — σκώπτης scoffer masc dat pl (epic) σκώπτω mock pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώπτης — ο θηλ. σκώπτρια αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκῶπτα — σκώπτης scoffer masc voc sg σκώπτης scoffer masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκωπτῶν — σκώπτης scoffer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκῶπται — σκώπτης scoffer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώπτην — σκώπτης scoffer masc acc sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres inf act (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώπτω — σκώπτης scoffer masc gen sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres subj act 1st sg σκώπτω mock pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκώπτῃ — σκώπτης scoffer masc dat sg (attic epic ionic) σκώπτω mock pres subj mp 2nd sg σκώπτω mock pres ind mp 2nd sg σκώπτω mock pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκῶπτ' — σκῶπτα , σκώπτης scoffer masc voc sg σκῶπτα , σκώπτης scoffer masc nom sg (epic) σκῶπται , σκώπτης scoffer masc nom/voc pl σκῶπτε , σκώπτω mock pres imperat act 2nd sg σκῶπτε , σκώπτω mock imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)